σιλλικυπριον

σιλλικυπριον
    σιλλικύπριον
    τό бот. силликиприй (разновидность клещевины) Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σιλλικυπριον" в других словарях:

  • σιλλικύπριον — τὸ, Α το σέσελι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σέσελι] …   Dictionary of Greek

  • σέσελι — έλεως, το, ΝΑ, και σίλι, και σέσελις, έλεως, ἡ, και σέσιλις, ίλεως, ἡ, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη, με 60 περίπου είδη, πέντε από τα… …   Dictionary of Greek

  • σιλλικυπρίων — σίλι neut gen pl σιλλικύπριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλλικύπρια — σίλι neut nom/voc/acc pl σιλλικύπριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»